Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπάθιο
1 item total
συμπάθιο το [simbáθxo] Ο39 : (λαϊκότρ.) συγγνώμη, κυρίως στην έκφραση με το ~: α. για να ζητήσουμε συγγνώμη όταν αναφέρουμε ή κάνουμε κτ. που το θεωρούμε απρεπές: Xόντρυνε, έγινε σαν γουρούνι, με το ~. β. σε περιπτώσεις που περιγράφεται με κίνηση των χεριών ένα μέγεθος: Έφαγε ένα κομμάτι γλυκό τόσο, με το ~.

[μσν. συμπάθιο < συμπαθ(ώ δες συμπαθάω) -ιο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go