Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχρονικός
1 εγγραφή
συγχρονικός -ή -ό [siŋxronikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στη συγχρονία. ANT διαχρονικός: Συγχρονική γραμματική / γλωσσολογία, που εξετάζει τα γλωσσικά φαινόμενα συγχρονικά. || Συγχρονική μελέτη της πολιτικής ιστορίας των ευρωπαϊκών κρατών. 2. (αθλ.) συγχρονική κολύμβη ση, είδος ασκήσεων με κολυμβήτριες που συγχρονίζουν τις κινήσεις τους. συγχρονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. synchronique < synchron(e) = σύγχρον(ος) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες