Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχέω
1 εγγραφή
συγχέω [sinxéo] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. συνέχεα, αόρ. σύγχυσα, απαρέμφ. συγχύσει, παθ. αόρ. συγχύθηκα, απαρέμφ. συγχυθεί, μππ. συγκεχυμένος* : δεν έχω σαφή εικόνα ή αντίληψη για κπ. ή για κτ. και δεν μπορώ να τον διακρίνω από κπ. άλλον ή από κτ. άλλο που είναι συναφές, τον / το μπερδεύω με κπ. ή με κτ. άλλο: Tον ~ με τον αδελφό του, γιατί μοιάζουν πολύ. Δεν έχω καλή μνήμη, ~ εύκολα ονόματα και χρονολογίες. Συχνά συγχέεται η σημασία των λέξεων. Mη συγχέεις τα πράγματα, αλλιώς αντιμετωπίζεται η μία κατάσταση και αλλιώς η άλλη. || δεν μπορώ να διακρίνω το υλικό ή νοητό σημείο όπου τελειώνει κτ. και αρχίζει κτ. άλλο: Στο όνειρο συγχέονται τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού.

[λόγ. < αρχ. συγχέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες