Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συγκατάβαση η [siŋgatávasi] Ο33 : συμπεριφορά σύμφωνα με την οποία κάποιος ή κτ. αντιμετωπίζεται με ηπιότητα, κατανόηση, ανεκτικότητα: Aντιμετώπισε τις διαμαρτυρίες / τα παράπονα με ~. Xαμογέλασε με ~.
[λόγ. < ελνστ. συγκατάβα(σις) -ση]



