Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρουθοκαμηλισμός ο [struθokamilizmós] Ο17 : ενέργεια, συμπεριφο ρά, που χαρακτηρίζεται από ηθελημένη ή προσποιητή άγνοια ενός (υπαρκτού) κινδύνου: Tακτική / πολιτική στρουθοκαμηλισμού.
[λόγ. στρουθοκάμηλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. politique de l΄autruche & αγγλ. ostrichism (από το μύθο πως η στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, όταν δει κίνδυνο)]