Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στρατηλάτης
1 item total
στρατηλάτης ο [stratilátis] Ο10 : χαρακτηρισμός αρχηγού στρατεύματος που το έχει οδηγήσει σε πολλές και μεγάλες νίκες.

[λόγ. < αρχ. στρατηλάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go