Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιζ
1 εγγραφή
στίζω [stízo] Ρ2.2α : (σπάν.) 1. βάζω σημείο στίξης. 2. χαράζω στίγματα.

[λόγ.: 2: αρχ. στίζω `χαράζω τατουάζ΄· 1: κατά τη σημ. της λ. στίξη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες