Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιβαρός -ή -ό
1 εγγραφή
στιβαρός -ή -ό [stivarós] Ε1 : α. για πρόσωπο ή για μέλη του σώματός του που είναι δυνατά, ρωμαλέα: Ο πατέρας με σήκωσε με τα στιβαρά χέρια του. || (μτφ.): Πήρε τα ηνία της εξουσίας στα στιβαρά χέρια του. β. (για αφηρ. ουσ.) που προέρχεται από ένα δυνατό και αποφασιστικό άνθρω πο: Στιβαρή διοίκηση / εξουσία. στιβαρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. στιβαρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες