Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεαρίνη η [stearíni] Ο30 : (χημ.) άσπρη στερεά ουσία που παράγεται από φυσικά λίπη ή έλαια: Kαλλυντικά / κεριά / βερνίκια από ~.
[λόγ. < γαλλ. stéarine < αρχ. στέαρ -ine = -ίνη]