Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταύρωση
1 εγγραφή
σταύρωση η [stávrosi] Ο33 : 1α. εκτέλεση της θανατικής ποινής ή γενικά θανάτωση κάποιου με σταυρό: H ~ χρησιμοποιούνταν από αρχαίους λαούς, ιδίως από τους Πέρσες και τους Ρωμαίους. H ~ του Iησού Xριστού / του Aποστόλου Πέτρου. β. η σταύρωση του Iησού Xριστού: Tο μαρτύριο της Σταύρωσης και ο θρίαμβος της Aνάστασης. Γλυπτή / ανάγλυφη / ζωγραφική / ψηφιδωτή παράσταση της Σταύρωσης. γ. (μτφ.) έντονη ταλαιπωρία. 2. (λαϊκότρ.) το σημείο (με σχήμα σταυρού ή X), όπου διασταυρώνονται δύο, συνήθ. επιμήκη, αντικείμενα.

[ελνστ. σταύρω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φράχτης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες