Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυραδερφός
1 εγγραφή
σταυραδερφός ο [stavraδerfós] Ο17 θηλ. σταυραδερφή [stavraδerfí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ο αδελφοποιτός1.

[σταυρ(ο)- + αδερφός, αδερφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες