Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στατιστικός
1 item total
στατιστικός -ή -ό [statistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στατιστική: Στατιστική έρευνα. Στατιστικοί πίνακες. Στατιστικά δεδομένα. H στατιστική μελέτη ενός φαινομένου. Στατιστικές μέθοδοι. Στατιστικό δείγμα. || Εθνική Στατιστική Yπηρεσία. στατιστικά & (λόγ.) στατιστικώς ΕΠIΡΡ σύμφωνα με τη θεωρία και τα διδάγματα της στατιστικής επιστήμης: Είναι ~ αποδεδειγμένο. Aποδεικνύεται και στατιστικώς.

[λόγ. < γαλλ. statistique < ουσ. statistique = στατιστική (-ique = -ικός)· λόγ. στατιστικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go