Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σπανίζω [spanízo] Ρ2.1α : είμαι σπάνιος. 1. για ζώα και φυτά που υπάρχουν σε κπ. τόπο σε μικρό αριθμό: Tα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν στα νοτιό τερα μέρη, αλλά σπανίζουν στα βορειότερα. 2. για εμπορεύσιμα και καταναλωτικά αγαθά που υπάρχουν σε ανεπαρκή ποσότητα και δύσκολα μπορεί να τα προμηθευτεί κανείς: Mε την έναρξη του πολέμου πολλά είδη άρχισαν να σπανίζουν. 3. για γεγονότα, φαινόμενα κτλ. που δε συμβαίνουν συχνά, που συμβαίνουν σπάνια: Tέτοιες περιπτώσεις σπανίζουν. Σπανίζουν οι καλαίσθητες εκδόσεις. 4. για ανθρώπους που έχουν ορισμένη ιδιότητα, χαρακτήρα κτλ. και είναι λίγοι: Δυστυχώς άνθρωποι με συνείδη ση σπανίζουν. Οι καλοί τεχνίτες σπανίζουν πλέον.
[λόγ. < αρχ. σπανίζω]