Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοφός
1 εγγραφή
σοφός -ή -ό [sofós] Ε1 : 1. (για πρόσ., και ως ουσ.) α. (συνήθ. με ουσ. που δηλώνει τον κάτοχο επιστημονικής γνώσης) που γνωρίζει κτ. σε βάθος και σε όλη την έκτασή του: ~ δάσκαλος / επιστήμονας / γιατρός. Tους σοφούς όλου του κόσμου να ρωτήσεις, απάντηση δε θα πάρεις. || Οι επτά σοφοί της αρχαιότητας. β. που έχει ορθή κρίση αλλά και μεγάλη πείρα, γνώση της ζωής: Σοφοί γέροντες. Όπως λέει και ο ~ λαός. || Tα σοφά γηρατειά. || που έχει πολλές και σε βάθος γνώσεις: Πολυμαθής είναι ~ όμως όχι. 2. (για λόγο, πράξη κτλ.) που είναι αποτέλεσμα σοφίας, ορθής κρίσης, γνώσης· (πρβ. συνετός, σώφρων, φρόνιμος, γνωστικός): Σοφά λόγια. Σοφή απάντηση. Σοφές κουβέντες. Σοφή σκέψη / συμβουλή. (γνωμ.) σοφόν το σαφές*. || που απαιτεί σκέψη, σωστό σχεδιασμό, κατάλληλες επιλογές: Σοφή κίνηση / επένδυση. Σοφό σχέδιο. Σοφή λύση. σοφά ΕΠIΡΡ με σωφροσύνη, σύνεση κτλ.· συνετά, μετρημένα: ~ μίλησες.

[λόγ. < αρχ. σοφός (αρχική σημ.: `ικανός σε κάποια τέχνη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες