Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σουρντίνα
1 item total
σουρντίνα η [surdína] Ο25 : (μουσ.) μικρό εξάρτημα που προσαρμόζεται σε έγχορδα μουσικά όργανα για να “πνίγει” τον ήχο και να μεταβάλλει τον τόνο του: Bάλε ~ στο βιολί και παίξε μια σονάτα.

[γαλλ. sourdin(e) < ιταλ. sordina]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go