Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουλιμάς ο [sulimás] Ο1 : (οικ., συνήθ. χλευ.) παρασκεύασμα, συνήθ. σε μορφή αλοιφής, για τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι, ψιμύθιο.
[τουρκ. sulama `διάλυση με νερό΄ -ς]