Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοκολάτα η [sokoláta] Ο25 : προϊόν ζαχαροπλαστικής που αποτελείται κυρίως από κακάο και ζάχαρη: Mια πλάκα / ένα κομμάτι ~. Άσπρη / λευκή / πικρή ~. ~ γάλακτος / αμυγδάλου / φουντουκιού. Περιχύνουμε την τούρτα με λιωμένη ~. || ρόφημα από σοκολάτα: Ένα φλιτζάνι ζεστή ~. || για παγωτά και γλυκίσματα που έχουν ως κύριο συστατικό τη σοκολάτα: Tούρτα ~. Παγωτό ~.
σοκολατίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. chocolat (αρσ.) κατά το λαϊκό τσοκολάτα < ιταλ. cioccolata < ισπαν. chocolate από γλ. των Ινδιάνων· σοκολάτ(α) -ίτσα]
- σοκολατάκι το [sokolatáki] Ο44α : είδος μικρού γλυκίσματος με βάση τη σοκολάτα: Ένα κουτί σοκολατάκια. Στη γιορτή τού πρόσφεραν λικέρ και ~.
[σοκολάτ(α) -άκι]