Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοβατεπί
1 εγγραφή
σοβατεπί το [sovatepí] Ο43 : στενή λωρίδα από ξύλο, μάρμαρο, μωσαϊκό κτλ., η οποία περιβάλλει το κάτω μέρος του τοίχου στο σημείο όπου ενώνεται με το πάτωμα.

[τουρκ. sovadipi (& suvadipi) ( [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες