Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σμήγμα το [zmíγma] Ο48 : λιπαρή λευκοκίτρινη ουσία η οποία εκκρίνεται από μικρούς κυψελωτούς αδένες του δέρματος.
[λόγ. < γαλλ. smegma (στη νέα σημ.) < αρχ. σμῆγμα `αλοιφή καθαρισμού΄]
- σμηγματογόνος -ος / -α -ο [zmiγmatoγónos] Ε14 : που εκκρίνει σμήγμα: Σμηγματογόνοι αδένες.
[λόγ. σμηγματ- (σμήγμα) -ο- + -γόνος]
- σμηγματόρροια η [zmiγmatória] Ο27 : (ιατρ.) υπερβολική έκκριση σμήγματος.
[λόγ. σμηγματ- (σμήγμα) -ο- + -ρροια]