Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκούνα
1 εγγραφή
σκούνα η [skúna] Ο25 : είδος δικάταρτου ιστιοφόρου με ψηλά κατάρτια.

[ιταλ. scuna < αγγλ. schooner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες