Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτία
1 εγγραφή
σκοτία η [skotía] Ο25 : (αρχιτ.) κοίλη γλυφή που σχηματίζει βαθιά σκιά.

[λόγ. < ελνστ. σκοτία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες