Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκιαγράφηση
1 item total
σκιαγράφηση η [skiaγráfisi] Ο33 : η περιγραφή ενός θέματος σε γενικές γραμμές.

[λόγ. σκιαγραφη- (σκιαγραφώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go