Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιτοβολώνας
1 item total
σιτοβολώνας ο [sitovolónas] Ο2 : χώρα ή περιοχή που παράγει μεγάλες ποσότητες σιτηρών και τροφοδοτεί πολύ ευρύτερες περιφέρειες: H Θεσσαλία είναι ο ~ της Ελλάδας.

[λόγ. < ελνστ. σιτοβολών, αιτ. -ῶνα `σιταποθήκη΄ σημδ. γαλλ. grenier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go