Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιρμαγιά
1 εγγραφή
σερμαγιά η [sermajá] & σιρμαγιά η [sirmajá] Ο24 : (λαϊκότρ.) χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου.

[τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες