Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σηματοδοτώ
1 item total
σηματοδοτώ [simatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. τοποθετώ σήματα ή σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων: H διασταύρωση έξω από το σχολείο πρέπει να σηματοδοτηθεί. 2. (μτφ.) για ό,τι δίνει το στίγμα, την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός πράγματος: H ύπαρξη του οικονομικού σκανδάλου θα σηματοδοτεί τις πολιτικές εξελίξεις ως τις εκλογές.

[λόγ. σηματο- + -δοτώ μτφρδ. γαλλ. signaliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go