Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σεπτός
1 item total
σεπτός -ή -ό [septós] Ε1 : που λόγω της ιερότητάς του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό: Tο σεπτό σκήνωμα του αγίου. H σεπτή εικόνα της Παναγίας.

[λόγ. < αρχ. σεπτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go