Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεξ
13 εγγραφές [1 - 10]
σεξ το [séks] Ο (άκλ.) : λέξη με την οποία δηλώνεται γενικά ο σαρκικός έρωτας: Mόνο το ~ τούς ενώνει. Kινηματογράφος ταινιών ~, με μετριασμό, αντί ταινιών πορνό.

[λόγ. < γαλλ. sexe]

σεξαπίλ το [séksapíl] Ο (άκλ.) : η ιδιότητα εκείνου που ασκεί έντονη ερωτική έλξη στο αντίθετο φύλο.

[λόγ. < γαλλ. sex-appeal < αγγλ. sex appeal]

σέξι [séksi] Ε (άκλ.) : (προφ.) 1. που διαθέτει σεξαπίλ: Είναι πολύ ~. 2. για κτ. που προκαλεί το σεξουαλικό ενδιαφέρον: Εσώρουχα ~.

[λόγ. < αγγλ. sexy]

σεξισμός ο [seksizmós] Ο17 : διάκριση με βάση το φύλο, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από το φεμινιστικό κίνημα για να δηλώσει την εξουσιαστική τάση των ανδρών πάνω στις γυναίκες και τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ως απόρροια της ανδροκρατικής νοοτροπίας.

[λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]

σεξιστής ο [seksistís] Ο7 : μειωτικός χαρακτηρισμός εκείνου του οποίου ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά επηρεάζονται περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά από το σεξισμό.

[λόγ. < αγγλ. sexist (-ist = -ιστής)]

σεξιστικός -ή -ό [seksistikós] Ε1 : που έχει σχέση, που αναφέρεται στο σεξιστή ή στο σεξισμό.

[λόγ. σεξιστ(ής) -ικός]

σεξοβόμβα η [seksovómva] Ο25 : (προφ.) γυναίκα με πληθωρική θηλυκότητα, κυρίως ως προς τη σωματική διάπλαση.

[λόγ. σεξ -ο- + βόμβα]

σεξολογία η [seksolojía] Ο25 : επιστήμη η οποία μελετά τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου και τις οργανικές ή ψυχικές διαταραχές που αυτή εμφανίζει.

[λόγ. < αγγλ. sexology (-logy = -λογία)]

σεξολόγος ο [seksolóγos] Ο18 θηλ. σεξολόγος [seksolóγos] Ο35 : επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στη σεξολογία.

[λόγ. < αγγλ. sexologist (-logist = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

σεξουάλα η [seksuála] Ο25α : (λαϊκ.) γυναίκα με προκλητική εξωτερική εμφάνιση, που έχει έντονο σεξαπίλ.

[σεξουαλ(ικός) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες