Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεξουαλικός
1 εγγραφή
σεξουαλικός -ή -ό [seksualikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σεξ ή στη σεξουαλικότητα: Σεξουαλικό ένστικτο. Σεξουαλική ζωή. Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση / εκπαίδευση / διαφώτιση. Σεξουαλική επανάσταση. Σεξουαλική ικανότητα / ανικανότητα. Σεξουαλική παρενόχληση*. Σεξουαλική πράξη, η συνουσία. σεξουαλικά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ενεργός / ανώμαλος. Παρενοχλώ* κπ. ~.

[λόγ. < γαλλ. sexuel κατά τη μορφή του λατ. ετύμου sexualis `που αναφέρεται στο γυναικείο φύλο΄ -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες