Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σεισμός ο [sizmós] Ο17 : δόνηση της επιφάνειας της γης, που οφείλεται σε διάφορα αίτια και κυρίως στη μετατόπιση των πλακών του γήινου φλοιού: Hφαιστειακός / τεκτονικός ~. Επίκεντρο / ένταση ενός σεισμού. Σεισμοί επιφανείας. Yποθαλάσσιος ~. ΦΡ σεισμοί, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί, για αλλεπάλληλες και πολύ μεγάλης έκτασης καταστροφές.
[αρχ. σεισμός]



