Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεισμογράφος
1 εγγραφή
σεισμογράφος ο [sizmoγráfos] Ο18 : όργανο μετρήσεως με το οποίο καταγράφονται τα μεγέθη μιας σεισμικής δόνησης (η ένταση, η διάρκεια, το εύρος κτλ.): Οι σεισμογράφοι του πανεπιστημίου κατέγραψαν σεισμική δόνηση 4,5 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ.

[λόγ. < γαλλ. séismographe < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -graphe = -γράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες