Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαφήνιση
1 εγγραφή
σαφήνιση η [safínisi] Ο33 : η ενέργεια του σαφηνίζω· αποσαφήνιση.

[λόγ. σαφηνισ- (σαφηνίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες