Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σαμαρείτης
1 item total
Σαμαρείτης ο [samarítis] Ο10 θηλ. Σαμαρείτισσα [samarítisa] Ο27 : στην έκφραση καλός ~, για άνθρωπο που προσφέρει τη βοήθειά του στους συνανθρώπους του, όπως ο Σαμαρείτης της παραβολής του Ευαγγελίου.

[λόγ. < ελνστ. Σαμαρείτης `κάτοικος της Σαμάρειας΄ (πόλη της Παλαιστίνης)· λόγ. Σαμαρείτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go