Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σάλος
1 item total
σάλος ο [sálos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : ο ευρύτατος, συνήθ. αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη: Οι αποκαλύψεις για πολιτικά σκάνδαλα προκάλεσαν σάλο. || H καινούρια του ταινία προκάλεσε σάλο στην Ευρώπη, συζητήθηκε πολύ, προκάλεσε έντονες θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις.

[λόγ. < αρχ. σάλος `ταρακούνημα της θάλασσας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go