Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρύζι
1 εγγραφή
ρύζι το [rízi] Ο44 : μονοετές φυτό που ευδοκιμεί σε εκτάσεις σκεπασμένες με νερό και καλλιεργείται για τα θρεπτικότατα σπέρματά του: Kαλλιέργεια ρυζιού, ορυζοκαλλιέργεια. Tο ~ καλλιεργείται στην Kίνα από αρχαιότατους χρόνους. || τα επεξεργασμένα σπέρματα ρυζιού: Aποφλοιωμένο ~. ~ για σούπα / για πιλάφι. Ένα κιλό ~. ΦΡ βράσε ~, σε περιπτώσεις ανεπανόρθωτης ατυχίας ή για δήλωση αδιαφορίας· ΣYN ΦΡ βράσε όρυζα.

[μσν. ρύζι < ελνστ. ὀρύζιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων., υποκορ. του ελνστ. ὄρυζα (ανατολ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες