Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόμπα
1 εγγραφή
ρόμπα η [róba] Ο25α : ένδυμα που φοριέται μέσα στο σπίτι, καλύπτει ολόκληρο το σώμα και έχει μπροστά και σε όλο το μάκρος του άνοιγμα συνήθ. με κουμπιά: Γυναικεία / αντρική / καλοκαιρινή / χειμωνιάτικη / εμπριμέ ~. Bγήκε έξω με τη ~ και τις παντόφλες. ΦΡ κάνω κπ. ~, τον εξευτελίζω, τον κάνω ρεζίλι: Tον έβρισε χυδαία, τον έκανε ~ μπροστά στους φίλους του. γίνομαι ~, γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι: Mου μίλησε πολύ άσχημα μπροστά στους συναδέλφους μου και έγινα ~.

[ιταλ. roba]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες