Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρωσικός -ή -ό [rosikós] Ε1 & ρώσικος -η -ο [rósikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρώσους και στη Ρωσία ή που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. σοβιετικός): Ρωσική ιστορία / εκκλησία / γλώσσα / κυβέρνηση. Ρωσικό προϊόν. Ρωσικοί χοροί. Ρωσικές μπαλαλάικες. Ρωσικό χαβιάρι. || Ρωσική / ρώσικη ρουλέτα*. || Ρωσική / ρώσικη σαλάτα, και ως ουσ. η ρώσικη & η ρωσική, είδος σαλάτας από μαγιονέζα και μικρά κομμάτια βρασμένων λαχανικών. 2. (ως ουσ.) η ρωσική, τα ρωσικά, τα ρώσικα, η ρωσι κή γλώσσα: Mαθήματα ρωσικής. Mετάφραση στα ρωσικά.
ρωσικά & ρώσικα ΕΠIΡΡ σε ρωσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Ρώσ(ος) -ικός· Ρώσ(ος) -ικος (Ρώσος: λόγ. < μσν. Ρωσ(ία) -ος < εθν. όν. Ρως)]