Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρωμαλέα
1 item total
ρωμαλέος -α -ο [romaléos] Ε4 : που έχει ρώμη· εύρωστος, δυνατός: ~ νέος. Ρωμαλέο σώμα / κορμί. Ρωμαλέο άλογο. || (μτφ.): ~ λόγος.

[λόγ. < αρχ. ῥωμαλέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go