Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρούβλι
1 εγγραφή
ρούβλι το [rúvli] Ο44 γεν. και ρουβλίου, ρουβλίων : η νομισματική μονάδα της Ρωσίας.

[λόγ. ρούβλιον < ρωσ. rublj -ιον (ορθογρ. δαν., πρβ. λαϊκό ρούμπλι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες