Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρουφιανεύω [rufxanévo] Ρ5.2α : κάνω το ρουφιάνο, είμαι ρουφιάνος· διαβάλλω, συκοφαντώ, κατασκοπεύω, καταδίδω κπ.: Aν μάθω ποιος με ρουφιανεύει, θα τον σπάσω στο ξύλο.
[ρουφιάν(ος) -εύω]
- ρουφιανιά η [rufxa
á] Ο24 : διαβολή, συκοφαντία ή σπιουνιά: Kατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανωτέρων του με ρουφιανιές. [ρουφιάν(ος) -ιά]
- ρουφιάνος ο [rufxános] Ο18 θηλ. ρουφιάνα [rufxána] Ο25α : 1.μαστρωπός. 2. (ως υβρ. χαρακτηρισμός) σπιούνος, καταδότης.
[ιταλ. ruffiano -ς· ρουφιάν(ος) -α]