Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουμάνι
2 εγγραφές [1 - 2]
ρουμάνι το [rumáni] Ο44 : πυκνό άγριο δάσος.

[τουρκ. orman με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]

ρουμανικός -ή -ό [rumanikós] Ε1 & ρουμάνικος -η -ο [rumánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Ρουμανία ή στους Ρουμάνους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ρουμανική κυβέρνηση / πόλη. Ρουμανική γλώσσα. || (ως ουσ.) η ρουμανική, τα ρουμάνικα, τα ρουμανικά, η ρουμανική γλώσσα: Mεταφράστηκε στα ρουμανικά. ρουμανικά & ρουμάνικα ΕΠIΡΡ σε ρουμανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Ρουμάν(ος < λατ. Romanus δες στο ρομανικός) -ικος· λόγ. Ρουμάν(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες