Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουθούνι
3 εγγραφές [1 - 3]
ρουθούνι το [ruθúni] Ο44 : το καθένα από τα δύο ανοίγματα της ρινικής κοιλότητας από τα οποία εισπνέουμε και εκπνέουμε: Bούλωσαν τα ρουθούνια μου. Tα υγρά ρουθούνια του κυνηγητικού σκύλου. ΦΡ μπαίνω στο ~ κάποιου, του γίνομαι ενοχλητικός. δεν άνοιξε / δε μάτωσε ~, δεν έγινε ούτε ο παραμικρός τραυματισμός ή διευθετήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά. ΣYN ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε μύτη.

[μσν. ρωθώνιον υποκορ. του ελνστ. ῥώθων `μύτη΄, πληθ. ῥώθωνες `ρουθούνια΄ ( [o > u] από επίδρ. του [n] και υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]

ρουθουνίζω [ruθunízo] Ρ2.1α : αναπνέω από τα ρουθούνια κάνοντας θόρυβο.

[ρουθούν(ι) -ίζω]

ρουθούνισμα το [ruθúnizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρουθουνίζω.

[ρουθουνισ- (ρουθουνίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες