Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρομβία
1 εγγραφή
ρομβία η [romvía] Ο25 : είδος μηχανικού μουσικού οργάνου με χειροκίνητο περιστρεφόμενο κύλινδρο, στην επιφάνεια του οποίου προσαρμόζονται, σε ορισμένη για κάθε μελωδία διάταξη, ειδικά καρφιά ή ελάσματα που χτυπούν, καθώς περιστρέφονται, τις κατάλληλες χορδές· (πρβ. λατέρνα).

[λόγ. < ιταλ. ΡΟMBIA όνομα φίρμας (ορθογρ. δαν.: από ανάγνωση των κεφαλαίων γραμμάτων πάνω στο όργανο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες