Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροκ
15 εγγραφές [1 - 10]
ροκ το [rók] & ροκ η [rók] Ο (άκλ.) : α.σύγχρονο διεθνές είδος μουσικής που χαρακτηρίζεται από έντονους ρυθμούς: Tραγουδιστής του ~. || (ως επίθ.): ~ μουσική. ~ συγκρότημα. ~ ρυθμός. ~ κλαμπ. ~ όπερα, κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο βασισμένο σε μουσική ροκ. β. το ροκ εντ ρολ.

[αγγλ. rock (and roll)]

ροκ εντ ρολ το [rók end ról] Ο (άκλ.) : μουσικό είδος και χορός αμερικανικής προέλευσης που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄50· (πρβ. ροκ): Ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο βασιλιάς του ~. H γενιά του ~. Ο ξέφρενος ρυθμός του ~.

[λόγ. < αγγλ. rock ΄n΄ roll, rock and roll (ορθογρ. δαν.)]

ρόκα 1 η [róka] Ο25α : ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ~ στο χέρι, έλεγε παραμύθια. ΦΡ (λαϊκότρ.) κάνε ~ σου, κοίτα τη δουλειά σου, μην ασχολείσαι με ξένες υποθέσεις.

[μσν. ρόκα < ιταλ. rocca]

ρόκα 2 η : είδος χόρτου που τρώγεται ωμό για σαλάτα.

[μσν. ρόκα < ιταλ. ruca ( [u > o] από επίδρ. του [r] )]

ροκαμβολικός -ή -ό [rokamvolikós] Ε1 : που ταιριάζει, που μοιάζει με το Ροκαμβόλ, ήρωα γνωστό για τα απίστευτα κατορθώματά του και τα έξυπνα τεχνάσματά του: Ροκαμβολικές περιπέτειες / ενέργειες / ιστορίες. Ροκαμβολικά κόλπα / τεχνάσματα. Ροκαμβολική απάτη.

[λόγ. Ροκαμβόλ -ικός < γαλλ. Rocambol ήρωας ρομάντζων του Terrail (ορθογρ. δαν.) μτφρδ. γαλλ. rocambolesque]

ροκάνα η [rokána] Ο25α : είδος ξύλινου κρόταλου που αποτελείται από μια λεπτή σανίδα η οποία προσκρούει σε έναν περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του οδοντωτό τροχό και που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο.

[ίσως ροκάν(ι) -α]

ροκάνι το [rokáni] Ο44 : εργαλείο του χεριού για την επεξεργασία ξύλινων επιφανειών· πλάνη. ροκάνα η MΕΓΕΘ.

[ελνστ. ῥυκάνη ίσως με διατήρηση της προφ. [u] αντί του συνηθισμένου [u > y] (δες Υ) (πρβ. μσν. ρουκανίζω > ροκανίζω), [u > o] από επίδρ. του [r] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] · ροκάν(ι) -α]

ροκανίδι το [rokaníδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : οι λεπτές φλούδες που αποσπώνται από μια ξύλινη επιφάνεια κατά την επεξεργασία της με ροκάνι. || (εν.) με περιληπτική σημασία.

[ροκάν(ι) -ίδι]

ροκανίζω [rokanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.από την επιφάνεια ενός ξύλου αποσπώ με ροκάνι (πλάνη) λεπτές φλούδες, για να την κάνω πιο ομαλή· πλανίζω. 2. μασώ κτ. σκληρό, με θόρυβο και λίγο λίγο: ~ ένα παξιμάδι. Tη νύχτα ακούγονταν τα ποντίκια που ροκάνιζαν το πάτωμα της αποθήκης. 3. (μτφ., προφ.) εξαντλώ ένα χρηματικό ποσό που δε μου ανήκει ξοδεύοντάς το κατά μικρές ποσότητες: Ροκάνισε την περιουσία του θείου του. || Ο πληθωρισμός ροκανίζει το εισόδημα των εργαζομένων.

[μσν. ρουκανίζω ( [u > o] κατά τη λ. ροκάνα) < ελνστ. ῥυκανίζω (δες στο ροκάνι)]

ροκάνισμα το [rokánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ροκανίζω.

[ροκανισ- (ροκανίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες