Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριζοσπαστισμός
1 εγγραφή
ριζοσπαστισμός ο [rizospastizmós] Ο17 : η τάση, ο τρόπος πολιτικής και κοινωνικής δράσης και σκέψης, που επιδιώκει ριζικές και άμεσες αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς.

[λόγ. ριζοσπαστ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. radicalisme & αγγλ. radicalism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες