Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεβόλβερ
1 εγγραφή
ρεβόλβερ το [revólver] Ο (άκλ.) : περίστροφο.

[λόγ. < αγγλ. revolver (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες