Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρείθρο
1 εγγραφή
ρείθρο το [ríθro] Ο39 : η κοιλότητα, το αυλάκι που σχηματίζεται στις άκρες και κατά μήκος ενός δρόμου και στην οποία συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής: Tα ρείθρα του δρόμου / του πεζοδρομίου.

[λόγ. < αρχ. ῥεῖθρον `κοίτη ποταμού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες