Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρατσιστής
1 item total
ρατσιστής ο [ratsistís] Ο7 θηλ. ρατσίστρια [ratsístria] Ο27 : ο οπαδός του ρατσισμού, ο υποστηρικτής των φυλετικών διακρίσεων: Λευκοί ρατσιστές δολοφόνησαν ηγέτη των νέγρων.

[λόγ. ρατσ(ισμός) -ιστής· λόγ. ρατσισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go