Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρακοσυλλέκτης
1 εγγραφή
ρακοσυλλέκτης ο [rakosiléktis] Ο10 θηλ. ρακοσυλλέκτρια [rakosiléktria] Ο27 : αυτός που, για βιοποριστικούς λόγους, ψάχνει και διαλέγει από τα σκουπίδια κάθε είδους αντικείμενα (χαρτιά, μπουκάλια κτλ.) για να τα πουλήσει.

[λόγ. ράκ(ος) -ο- + συλλέκτης μτφρδ. αγγλ. ragpicker· λόγ. ρακοσυλλέκ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες