Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πώληση
1 εγγραφή
πώληση η [pólisi] Ο33 : 1. παραχώρηση, μεταβίβαση σε κπ. άλλο της κυριότητας ενός οικονομικού αγαθού (εμπορεύματος, δικαιώματος κτλ.) έναντι ορισμένου αντιτίμου. ANT αγορά: ~ ενός οικοπέδου / ενός αυτοκινήτου / ενός εργοστασίου. ~ μετοχών / ομολόγων / κοσμημάτων. ~ χονδρική / λιανική / τοις μετρητοίς* / με δόσεις / με πίστωση. Εικονική ~. Συμβόλαιο πώλησης, πωλητήριο. 2. (πληθ.) α. για σύνολο πωλήσεων: Οι πωλήσεις της ημέρας / της εβδομάδας / του μήνα / του έτους μιας εμπορικής επιχείρησης. Aύξηση / μείωση των πωλήσεων. β. οι ενέργειες που έχουν ως στόχο την πώληση οικονομικών αγαθών: Tμήμα / προϊστάμενος πωλήσεων ενός εργοστασίου. Tεχνική των πωλήσεων· (πρβ. μάρκετιγκ). γ. αγγελίες που έχουν ως στόχο την πώληση οικονομικών αγαθών: Πωλήσεις ακινήτων / αυτοκινήτων / μηχανημάτων / επίπλων.

[λόγ. < αρχ. πώλη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες