Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πότης
1 item total
πότης ο [pótis] Ο10 θηλ. πότρια [pótria] Ο27 : αυτός που καταναλίσκει συχνά και σε μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά.

[λόγ. < αρχ. πότης· λόγ. πό(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go